στερέωσε

στερέωσε
στερεόω
make firm
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στερεώνω — και στεριώνω στερέωσα και στέριωσα, στερεώθηκα και στεριώθηκα, στερεωμένος και στεριωμένος 1. κάνω κάτι στερεό: Στερέωσε καλά τον τοίχο. – Στερέωσε το τραπέζι, για να μην κουνιέται. 2. αμτβ., γίνομαι σταθερός, μόνιμος: Δεν μπορώ να στεριώσω σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… …   Dictionary of Greek

  • εκτάδιος — ἐκτάδιος, η, ον και ἐκτάδιος, ον (Α) αυτός που έχει έκταση, μεγάλος, μακρύς (α. «ἀμφὶ δ ἄρα χλαῑναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» στερέωσε γύρω από τους ώμους του με πόρπη τον πορφυρό μανδύα του, που ήταν μακρύς για να χρησιμοποιείται …   Dictionary of Greek

  • καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Στάελ, Νικολά — (Nicolas de Stael, Αγία Πετρούπολη, Ρωσία 1913 – Αντίμπ, Γαλλία 1955). Ρώσος ζωγράφος. Ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της μεταπολεμικής περιόδου. Ανήκε σε εύπορη οικογένεια και τελείωσε κλασικές σπουδές στις Βρυξέλλες, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ντιράν-Ριέλ, Πολ — (Paul Durand Ruel, Παρίσι 1831 – 1922). Γάλλος έμπορος τέχνης. Με το φωτισμένο πνεύμα του και την επιμονή του συνέβαλε στην επικράτηση της καλύτερης γαλλικής ζωγραφικής στην περίοδο μεταξύ 1830 και 1890. Κληρονόμησε από τον πατέρα του ένα… …   Dictionary of Greek

  • Ράιτ, Ρίτσαρντ — (Wright, Νάτσεζ, Μισισιπής 1908 – Παρίσι 1960). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος νέγρου χωρικού που εγκατάλειψε την οικογένεια του, πέρασε φτωχή και ανυπότακτη παιδική ηλικία σε κολέγιο ή κοντά σε συγγενείς του (η μητέρα του έπαθε παράλυση όταν ο Ρ.… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”